καταπόνησις

καταπόνησις
καταπόν-ησις, εως, ,
A affliction, Sm.Ex.3.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταπόνησις — affliction fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπονήσει — καταπόνησις affliction fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταπονήσεϊ , καταπόνησις affliction fem dat sg (epic) καταπόνησις affliction fem dat sg (attic ionic) καταπονέω subdue aor subj act 3rd sg (epic) καταπονέω subdue fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπονήσεις — καταπόνησις affliction fem nom/voc pl (attic epic) καταπόνησις affliction fem nom/acc pl (attic) καταπονέω subdue aor subj act 2nd sg (epic) καταπονέω subdue fut ind act 2nd sg καταπονέω subdue aor subj act 2nd sg (epic) καταπονέω subdue fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόνησιν — καταπόνησις affliction fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόνηση — η (Α καταπόνησις) [καταπονώ] υπερβολική κούραση, εξάντληση, εξασθένηση λόγω υπερβολικού κόπου, κατανάλωση δυνάμεων νεοελλ. (φυσ. τεχνολ.) κατάσταση ενός υλικού ή ενός τεχνικού συστήματος η οποία χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο φυσικών μεγεθών… …   Dictionary of Greek

  • καταπονήσεως — καταπονήσεω̆ς , καταπόνησις affliction fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπονήσῃ — καταπονήσηι , καταπόνησις affliction fem dat sg (epic) καταπονέω subdue aor subj mid 2nd sg καταπονέω subdue aor subj act 3rd sg καταπονέω subdue fut ind mid 2nd sg καταπονέω subdue aor subj mid 2nd sg καταπονέω subdue aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”